κοῦκον, τὸν
Ερμηνεία:
[ο κοῦκος, του κούκου (εντομοφάγο αναρριχητικό πουλί, κάλυμμα της κεφαλής των εργατικών ανθρώπων, ο σκούφος, η τραγιάσκα)]
Ετυμολογία:
[< Ησίοδος, Αριστοφάνης ο κόκκυγξ , του κόκκυγος (κούκος)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
…ἐφόρει τὸν καθημερινὸν κοῦκον του…[Πάσχα Ρωμέϊκο]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|